μεσόδομος

μεσόδομος
(I)
ο
ναυτ. αίθουσα πολεμικού πλοίου η οποία χρησιμεύει ως εντευκτήριο και εστιατόριο τών κατώτερων αξιωματικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + δόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Φιλ. Ιωάννου].
————————
(II)
μεσόδομος, η (Α)
κλίμακα, σκάλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεσόδομον — μεσόδομος fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόμος — και ντόμος, ο (AM δόμος) οριζόντια σειρά λίθων ή πλίνθων σε οικοδομή νεοελλ. 1. θόλος τών καθολικών εκκλησιών 2. ναός καθολικών 3. δερμάτινα λουριά που τοποθετούνται κάτω από το υπόδημα για να διευκολύνουν το βάδισμα στα δύσβατα μέρη αρχ. μσν. 1 …   Dictionary of Greek

  • μεσοδόμιον — μεσοδόμιον, τὸ (Α) [μεσόδομος II] το μεσολάνιον* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”