- μεσόδομος
- (I)οναυτ. αίθουσα πολεμικού πλοίου η οποία χρησιμεύει ως εντευκτήριο και εστιατόριο τών κατώτερων αξιωματικών.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + δόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Φιλ. Ιωάννου].————————(II)μεσόδομος, η (Α)κλίμακα, σκάλα.
Dictionary of Greek. 2013.